- κοντόπαχος
- -η, -οπαχύς και κοντός συνάμα, κοντόχοντρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοντόπαχος — η, ο παχύς και συγχρόνως κοντός στο ανάστημα, κοντόχοντρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ό) * + παχος < παχύς), πρβλ. ά παχος, τετρά παχος] … Dictionary of Greek
κοντ(ο)- — (ΑM κοντ[ο] και κονδο ) α συνθετικό λέξεων που προέρχεται από το επίθ. κοντός / κονδός, ή, ό ή από το επίρρ. κοντά και δηλώνει ότι το β συνθετικό: 1. είναι κοντός, μικρός, βραχύς (πρβλ. κοντοβράκι, κοντόχειρ, κονδοήλικος, κονδόθριξ) 2. βρίσκεται… … Dictionary of Greek
κοντόχοντρος — η, ο κοντός και συγχρόνως παχύς, κοντόπαχος, κοντοπίθαρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κοντ(ο) * + χοντρός] … Dictionary of Greek
κοντόχοντρος — η, ο ο κοντός και χοντρός συνάμα, κοντόπαχος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)